- μεταφράζομαι
- μετα - φράζομαι, fut. μεταφρασόμεσθα: consider afterward or by and by, Il. 1.140†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μεταφράζομαι — μεταφράζομαι, μεταφράστηκα, μεταφρασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταφράζω — (ΑΜ μεταφράζω) [φράζω] 1. μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο από μια γλώσσα σε άλλη 2. αποδίδω γραπτό ή προφορικό λόγο με διαφορετικό εκφραστικό τρόπο, εξηγώ, ερμηνεύω νεοελλ. μεταγλωττίζω αρχ. (το μέσ.) μεταφράζομαι σκέπτομαι για κάτι κατόπιν,… … Dictionary of Greek